αναπετης

αναπετης
    ἀναπετής
    ἀνα-πετής
    поэт. ἀμπετής 2
    досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся
    

(ὡς κόνις Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναπετης" в других словарях:

  • ἀναπετής — expanded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπετής — (I) ἀναπετής, ές (Α) [ἀναπετάννυμι] ανοιχτός, διάπλατος. (II) ἀναπετής, ές (Α) [ἀναπέτομαι] αυτός που πετά, ο ιπτάμενος …   Dictionary of Greek

  • ἀναπετεῖς — ἀναπετής expanded masc/fem acc pl ἀναπετής expanded masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπετέες — ἀναπετής expanded masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • γεωπετής — ές (Μ γεωπετής, ές) νεοελλ. (για πτηνά) αυτός που πετά χαμηλά, πολύ κοντά στη γη μσν. εκείνος που έπεσε στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + πετής < πέτομαι (πρβλ. αναπετής, υψιπετής κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀναπετῶν — ἀναπετάννυμι spread out fut part act masc voc sg ἀναπετάννυμι spread out fut part act neut nom/voc/acc sg ἀναπετάννυμι spread out fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out pres part act masc voc sg ἀναπετάννυμι spread… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»